- ἀνῃρήκασιν
- ἀνῃρήκᾱσιν , ἀναιρέωtake upperf ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… … Dictionary of Greek